θυμοεξαρτώμενος

θυμοεξαρτώμενος
-η, -ο
βιολ. αυτός που αναφέρεται ή εξαρτάται από τον θύμο* (I) ή από τα λεμφοκύτταρα -Τ, τα οποία προέχονται απ' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. thymo-dependant < thymo- (πρβλ. θύμος) + dependant «εξαρτώμενος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”